νοσηλεύομαι

νοσηλεύομαι
νοσηλεύω
tend a sick person
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοσηλεύομαι — νοσηλεύομαι, νοσηλεύτηκα και νοσηλεύθηκα βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • νοσηλεύω — (ΑΜ νοσηλεύω) [νοσηλός] 1. παρέχω ιατρική περίθαλψη σε άρρωστο, θεραπεύω ασθενή 2. (το παθ.) νοσηλεύομαι θεραπεύομαι με τη φροντίδα ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού αρχ. 1. περνώ τη ζωή μου σαν να είμαι άρρωστος, δηλαδή με πολλές περιποιήσεις …   Dictionary of Greek

  • νοσοτυφώ — νοσοτυφῶ, έω (Α) νοσηλεύομαι με τρυφηλό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + τυφῶ (< τῦφος «αλαζονεία, ματαιοδοξία»)] …   Dictionary of Greek

  • νοσηλεύω — νοσήλευσα, νοσηλεύτηκα 1. περιποιούμαι, θεραπεύω άρρωστο. 2. το παθ., νοσηλεύομαι δέχομαι ιατρική φροντίδα: Νοσηλεύτηκα σε δημόσιο νοσοκομείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”